- διαπλάθομαι
- διαπλάθομαι, διαπλάστηκα, διαπλασμένος βλ. πίν. 38
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δημιουργώ — ( έω) (ΑΝ) [δημιουργός] 1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ. β. «δημιούργησε έξοχα έργα» 2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ τού μηδενός νεοελλ. 1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα… … Dictionary of Greek
επεισκρίνομαι — ἐπεισκρίνομαι (Α) 1. αποχωρίζομαι και εισέρχομαι 2. σχηματίζομαι, διαπλάθομαι σιγά σιγά … Dictionary of Greek